ονειροπόλημα — το, ατος οπτασία φανταστική, πόθος απραγματοποίητος, ρεμβασμός: Ζει και αναπνέει με ονειροπολήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ήσκιος — ο 1. η σκιά, το σκοτεινό είδωλο αδιαφανούς σώματος το οποίο σχηματίζεται στο έδαφος ή σε άλλη επιφάνεια σε αντίθετη διεύθυνση από αυτήν που φωτίζεται 2. συνεκδ. ο σκιαζόμενος τόπος, το ήσκιωμα 3. μτφ. είδωλο φανταστικών πραγμάτων που δεν έχουν… … Dictionary of Greek
απάτη — I Όρος ο οποίος στηνομική γλώσσα δηλώνει την αθέμιτη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, η οποία οφείλεται στην πρόθεση να κατακτήσει δικαιώματα τρίτων ή να αποφύγει την εφαρμογή ενός νομικού κανόνα. Στο δίκαιο, η α. εκτός του ότι είναι συμπεριφορά… … Dictionary of Greek
δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… … Dictionary of Greek
ονείρεμα — το [ονειρεύομαι] 1. το να ονειρεύεται κάποιος 2. οπτασία, όραμα ονειροπόλημα («τής νυχτός ηλιόφεγγο κι ονείρεμα τής μέρας», Παλαμ.) … Dictionary of Greek
όνειρο — Η πιο τυπική μορφή ψυχικής δραστηριότητας του ανθρώπου που κοιμάται. Οι νεότερες ψυχοφυσιολογικές έρευνες διαπιστώνουν ότι κατά μέσο όρο βλέπει κανείς τρία ό., κάθε νύχτα, αν και ύστερα δεν τα θυμάται πάντα, ότι τα ό. διαρκούν τόσο χρόνο όσος… … Dictionary of Greek
ονειροφαντασία — η οπτασία στον ύπνο, όνειρο, ονειροπόλημα: Μες στον ύπνο της σ ονειροφαντασία της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χίμαιρα — η 1. ως κύρ. όν., μυθικό τέρας με κεφάλι λιονταριού, σώμα γίδας και ουρά δράκοντα. 2. ονειροπόλημα, απραγματοποίητος πόθος: Τα όνειρά του ήταν μια χίμαιρα. 3. είδος ψαριών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
όνειρο — το 1. οπτασία κατά τον ύπνο: Και με μιας ξυπνά απ τ όνειρο (Δροσίνης). 2. φανταστικό γεγονός. 3. μτφ., φανταστικό πλάσμα, ονειροπόλημα: Όνειρα βλέπεις και στον ξύπνο σου. 4. απραγματοποίητη ελπίδα: Τ όνειρότου ήταν να γίνει πλούσιος, αλλά πέθανε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)